- στυριώ
- -όω, Απιθ. (κυρίως σε νομική διαδικασία καθιερωμένη στην αρχ. Αίγυπτο για την κατοχύρωση τών συναλλαγών) εγγυώμαι με ένορκη υπόσχεση.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης σημ. και ετυμολ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στυρίωσις — ώσεως, ἡ, Α [στυριῶ] παροχή εγγύησης με ένορκη υπόσχεση … Dictionary of Greek